- προάριστο
- το, Νελαφρό πρόγευμα που παίρνουν τα πληρώματα τού πολεμικού ναυτικού μεταξύ τού πρωινού ροφήματος και τού μεσημβρινού γεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα». Η λ., στον λόγιο τ. προάριστον, μαρτυρείται από το 1846 στον Ι. Σκυλίσση].
Dictionary of Greek. 2013.